-
1 εμποδων
I[πούς] adv.1) на пути, т.е. в качестве помехиτινὴ ἐ. ἵστασθαι ( или στῆναι) Aesch., Thuc., παρεῖναι Soph., γίγνεσθαι ( или γενέσθαι) Her., Eur., κεῖσθαι Eur. и εἶναι Xen. — быть помехой, мешать кому(чему)-л.;
ἐ. ποιεῖσθαί τί τινι Dem. — считать что-л. препятствием к чему-л.;ἐ. τινι εἶναι или γενέσθαι (τοῦ) μέ πράττειν или μέ οὐ ποιεῖν τι Thuc., Arph., Xen. — (по)мешать кому-л. сделать что-л.2) навстречу, в или на пути(πᾶν ἔθνος τὸ ἐ. Her.)
ἔκτεινον πάντα τὸν ἐ. γινόμενον Her. — (персы) убивали всех, кто им попадался3) в наличии, непосредственноἃ δ΄ ἐ. μάλιστα Eur. — совершенно неотложные дела, насущные вопросы;
ἐ. τι ποιεῖσθαι Arst. — делать что-л. общедоступным4) повседневно, обычноτὰ μέ λίαν ἐ. Arst. — вещи, не слишком обыденные;
ἥ ἐ. παιδεία Arst. — обычное воспитание;πολλοῖς ἐ. εἶναι καὴ γνωρίζεσθαι Polyb. — быть широко известнымII -
2 ημεροω
1) делать ручным, приручать, укрощать(θρέμματα φωναῖς Plat.)
2) приводить в порядок, делать благоустроенным(πορθμόν Pind.; χθόνα ἀνήμερον Aesch.)
3) смягчать, облагораживать(πάντα τὰ ἀνθρώπινα Plat.; τοῖς ἀνθρωπίνοις παραδείγμασί τινα Plut.)
4) делать культурным(τὰ φυτά Arst.)
5) тж. med. смирять, покорять, подчинять(πᾶν ἔθνος τινί Her.; τέν Κελτικήν Plut.)
-
3 κατεχω
(aor. κατέσχον и κατέσχεθον - эп. 3 л. sing. κάσχεθε)1) держать(καλύπτρην χείρεσσι Hes.)
2) удерживать, задерживать(τινὰ βίῃ ἀέκοντα, τινα ἐνὴ οἴκῳ Hom.; ξίφος ἐν κουλεῷ Pind.; τινὰ πρὸς ἑαυτόν NT.)
οἱ Ἀθηναῖοι περὴ Κρήτην κατείχοντο Thuc. — афиняне были задержаны у берегов Крита;κ. τινὰ μέ ποιεῖν τι NT. — уговаривать кого-л. не делать чего-л.3) сдерживать, унимать(ἵππους Aesch.; ὀργήν Soph., Arst., Plut.; δύνασιν Soph.; τὰ δάκρυα Plat.; τὸν γέλωτα Xen.)
4) подавлятьτὸ κατέχον NT. — препятствие, помеха5) связывать, обязывать, pass. быть связанным(ὁρκίοισι Hom.; ἐν τῷ νόμῳ NT.)
6) (тж. κ. νέας Her. или νηΐ Hom.) приставать к берегу, приплывать(Θορικόνδε HH.; εἰς τὸν αἰγιαλόν Her., NT.; τῆς Ἐρετρικῆς χώρης Her.; ἐς τήνδε γῆν Soph.; χθόνα Eur.; εἰς Δῆλον Plut.)
7) хранить, блюсти(τὰς παραδόσεις NT.)
8) держать в повиновении, притеснять(τὸ Ἀττικὸν - sc. ἔθνος - κατεχόμενον ὑπὸ Πεισιστράτου Her.)
9) угнетать, удручать(μιν κατὰ γῆρας ἔχει Hom.; κατέχεσθαι νοσήματι NT.)
τῶν σεισμῶν κατεχόντων τῆς Εὐβοίας Thuc. — так как на Эвбее свирепствовали землетрясения10) неотступно следовать, преследовать по пятам(ἰσχυρῶς Xen.)
11) (sc. ἑαυτόν) останавливаться (для отдыха)προξένων δ΄ ἔν του κατέσχες ; Eur. — и ты остановишься у кого-л. из проксенов?
12) задерживаться, останавливаться, прекращаться(κατέχει πολέμου αὔρα Arph. - ср. 24)
13) овладевать, усваивать(τῶν ἐπιστημῶν Arst.)
14) завладевать, захватывать, занимать(τέν ἀκρόπολιν Her.; τὸ Καδείων πέδον Soph.; τὰς πόλεις φρουρᾷ Xen., Plut.; τέν κληρονομίαν τινός NT.)
; med. присваивать себе(χρήματά τινος Her.)
15) владеть, обладать(τοὺς ἄμφω ζωούς, sc. Κάστορα καὴ Πολυδεύκεα Hom.; τέν χιονώδη Θρῄκην Eur. Περσίδα γῆν Xen.)
θήκας κ. Aesch. — покоиться в могилах;κ. πανδάκρυτον βιοτάν Soph. — влачить печальную жизнь16) pass. быть одержимым, боговдохновенным(ἐκ θεῶν Xen.; ποιηταὴ ἔνθεοι καὴ κατεχόμενοι Plat.)
17) (sc. ἑαυτόν) сдерживаться, воздерживаться(μόλις Eur.)
κ. τὸ μέ δακρύειν Plat. — удерживаться от слез;εἶπεν μέ κατασχών Plut. — он не мог удержаться, чтобы не сказать18) завершаться, оканчиваться19) помещаться, занимать(μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Eur.)
; обитать(Ὀλύμπου αἴγλαν Soph.; Παρνασίαν πέτραν Arph.)
20) охватывать, закрывать, покрывать(νὺξ δνοφερέ κατέχ΄ οὐρανόν Hom.; ὃν τόπον κατέχει ἥ θάλασσα Arst.)
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. — день озарил всю землю;κατεσχομένη ἑανῷ Hom. — окутанная покрывалом;μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς Soph. — великое смятение охватывает нас;τοὺς Ἀθηναίους τοιαῦτα κατέχοντα Her. — (Крез узнал, что) у афинян положение следующее;κατέχοντα πρήγματα Her. — существующее положение вещей21) наполнять(τέν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν Plut.; ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον Hom.; στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; οἶκος πᾶς κλαυθμῷ κατείχετο Her.)
22) достигать, совершать(τέν πρᾶξιν Polyb.)
εἰ δὲ μέ κατέσχον, οὐδὲν ἧττον τό γ΄ ἐκείνων πεποιῆσθαι Lys. — если же они и не добились своего, тем не менее сделали, что могли23) улавливать, схватывать, понимать(τὸ ἐρωτώμενον Plat.)
24) держаться, удерживатьсяὅσον ὅ λὁγος κατέχει Thuc. — как утверждает молва;
ἐπεὴ κατέσχεν ὅ πόλεμος Plut. — когда началась война (ср. 12)
См. также в других словарях:
πανεθνεί — και πανεθνί Α επίρρ. με ολόκληρο το έθνος, με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού («πολεμοῡντες πρὸς Δάκας, ἕως ἀπώλοντο πανεθνεί», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔθνος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. παγγεν εί)] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
πάνεθνος — ον, Α (για την Εκκλησία) αυτή που περιλαμβάνει όλα τα έθνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔθνος (πρβλ. ομόεθνος)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
επίπαν — ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM) επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek